- συγγραφικές
- η , ό[ν] писательский; авторский;
συγγραφικέςά δικαιώματα — авторское право
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγγραφικέςά δικαιώματα — авторское право
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek
Αρριανός, Φλάβιος — (Νικομήδεια Βιθυνίας 95; – 175; μ.Χ.).Ιστορικός και φιλόσοφος. Σπούδασε αρχικά στην πατρίδα του και ύστερα στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου είχε δάσκαλο τον Επίκτητο. Αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στον ρωμαϊκό στρατό και βρέθηκε έτσι στην… … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Έμλιν — (Emlyn Williams, Μόστιν, Ουαλία 1905 – 1987). Άγγλος συγγραφέας και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μετά την ολοκλήρωση φιλολογικών σπουδών, ασχολήθηκε με το θέατρο ως συγγραφέας και ηθοποιός. Ως ηθοποιός είχε ιδιαίτερη επιτυχία στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Λι, Γιόνας — (Jonas Lie, Έκερ 1833 – Στάβερν 1908). Νορβηγός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά, ακολουθώντας τη σταδιοδρομία του πατέρα του, ο οποίος ήταν δικαστής. Ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 1868 για λόγους βιοπορισμού και με τη βοήθεια του… … Dictionary of Greek
Πα Κιν — (Tσενγκτού, Στσουτσουάν 1905). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λι Φέικαν. Kινέζος συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Σπούδασε βιολογία στη Γαλλία, αλλά επιδόθηκε σε λογοτεχνικές μελέτες όταν επέστρεψε στην Κίνα. Ένα από τα πρώτα έργα του (Θνήσκων ήλιος)… … Dictionary of Greek
Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… … Dictionary of Greek
Πετρώφ, Ιωάννης — (Μόσχα 1844 – 1922). Ρώσος φιλέλληνας. Σπούδασε σε στρατιωτική σχολή και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός πυροβολικού στο ρωσικό στρατό. Σύντομα όμως παραιτήθηκε από τη στρατιωτική σταδιοδρομία και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Για μια… … Dictionary of Greek